-
1 γλεῦκος
A ([place name] Gortyn)), τό, sweet new wine, Arist.Mete. 380b32, Nic.Al. 184, 299, PPetr.3p.149 (iii B. C.), Act.Ap.2.13, Dsc.5.6;οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12
(ii B. C.), PFlor.65.8 (vi A. D.).2 grape-juice, Gal.6.575.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλεῦκος
-
2 ζέω
ζέω, [var] contr. [ per.] 3sg. ζεῖ even in Il.21.362; later [dialect] Ep. [full] ζείω Call.Dian. 60, subj. ζείῃσι Epic. in Arch.Pap.7p.7; in late Prose [full] ζέννυμι (q.v.): [tense] impf.Aζέε Il.21.365
, , : [tense] fut. ζέσω ([etym.] ἐξανα-) A.Pr. 372: [tense] aor.ἔζεσα Hdt.7.188
, cf. ἐπιζέω; [dialect] Ep.ζέσσα Il.18.349
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐζέσθην ([etym.] ἀπ-) Dsc.1.3, ([etym.] ἐν-) Aret.CA1.2: [tense] pf.ἔζεσμαι Gp.10.54.3
:—boil, seethe, of water,ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ Il.18.349
, Od.10.360; ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον as the kettle boils, Il.21.362, cf. E.Cyc. 343; rarely of solids, to be fiery hot, , 847;χαλκός Call.
l.c.3 metaph., boil or bubble up,τῆς θαλάσσης ζεσάσης Hdt.7.188
;αἷμα διὰ χρωτὸς ζέσσ' AP7.208
([place name] Anyte); .b of passion,ὁπηνίκ' ἔζει θυμός S.OC 434
, cf. Pl.R. 440c, etc.;τὸ ζέον τῆς μάχης Hld.1.33
.4 c. gen., boil up or over with a thing,λίμνη ζέουσα ὕδατος καὶ πηλοῦ Pl.Phd. 113a
; πίθος ζ. [οἴνου] Thphr.HP9.17.3; πεδία ζείοντ' Ἀγαρηνῶν boiling, teeming with.., APl.4.39 (Arab.); of persons,ζ. σκωλήκων Luc.Alex.59
: c. dat.,ζ. φθειρί Id.Sat.26
;ζ. φλογμῷ Lyc.690
;θάλαττα αἵυατι καὶ ῥοθίῳ ζέουσα Aristid.1.142J.
II causal, make to boil, boil,τοὶ δὲ λοετρὰ πυρὶ ζέον A.R.3.273
; θυμὸν ἐπὶ Τροίῃ πόσον ἔζεσας; AP7.385 (Phil.).
См. также в других словарях:
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek